πολεμίζω

формы словаβ
πολεμίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πολεμίζω? —


υδατοστεγώςαπροπόνητοςόλωςελαιοφυτείααβάντσαανδριάνταςανοστούτσικοςειδοποίησησυλημένοςασούφρωτοςαρχαιολογικόςδιοργανώνωξυπόλητοςσημύδαποντοπορίατζάγκουαριστοθετικάμηχανολογικόςπαραγκάκιάρρηκταΓεωργιανή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit