|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολεμίζω? — — υδατοστεγώς — απροπόνητος — όλως — ελαιοφυτεία — αβάντσα — ανδριάντας — ανοστούτσικος — ειδοποίηση — συλημένος — ασούφρωτος — αρχαιολογικός — διοργανώνω — ξυπόλητος — σημύδα — ποντοπορία — τζάγκουαρ — ιστοθετικά — μηχανολογικός — παραγκάκι — άρρηκτα — Γεωργιανή |
|||