|
подвязка (для чулок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подвязка? — κνημοδέτης как с (ново)греческого переводится слово κνημοδέτης? — подвязка — αμυγδάλινος — διπλωματία — Ινδή — τυραννοκτόνος — επιβίωση — τορπιλλιστής — καρμπυρατέρ — δυσδιόρθωτος — οπερέττα — κρεβατομουρμούρα — παρακράτηση — ψυχοδιανοητικός — επακριβής — συναριθμώ — αραχνόφαντος — πομπιάζω — ανυπομονία — εγκαρδκοτικός — εκτίμηση — θαμνόφυτος — συνηγορώ |
|||