|
ο петля (дверная, оконная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петля? — ρεζές как с (ново)греческого переводится слово ρεζές? — петля — τζανερίκι — φασουλής — συνέντευξη — βάρυον — υπόταξη — τσαλαβούτημα — σφυγμός — μεταφραστικός — φιλεδάκι — υπερευπαθής — σύρσιμο — δεντροστολίζω — θεός — αποβουτυρωμένος — ψηφίζομαι — πταρμικός — πόνσεπτος — μοσχοκαρφιά — περιγέλαστος — πτύχωση — κέρασος |
|||