|
παθ. αόρ. от δέρνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εδάρην? — — γυαλίζομαι — αφειδώ — άτολμος — μηχανουργείο — ακόρδιστος — αναφορικώς — αφτέρουγος — υδατομιγής — σφουγγαράδικος — πανικοβάλλομαι — εξιστοράω — βρώμα — διατηρώ — περιβόλι — τσογλανάκι — συναρτώ — πήζω — αναλυτικότερος — λοκάντα — ζιβελίνη — ορολογία |
|||