|
η мальва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальва? — αμολόχα как с (ново)греческого переводится слово αμολόχα? — мальва — δασονόμος — εξοβελίζω — τοιχόστρωση — μπαρμπούτι — ξυπόλητος — βιοψία — ξεμαρκάριστος — κουκκίζω — διασώζω — απολωλώς — γκαζόμετρο — τοποθετώ — ηλιόθρεφτος — θεσμοδότης — αρμοση — φυλλοβόλημα — καιροσκοπώ — μελιτωμένος — βρώμιο — σιμίτι — λιχουδιάρικος |
|||