|
το болото, трясина, топь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болото? — βουρκάρι как на (ново)греческом будет слово трясина? — βουρκάρι как на (ново)греческом будет слово топь? — βουρκάρι как с (ново)греческого переводится слово βουρκάρι? — болото, трясина, топь — τσιλιβήθρα — συναρθρώνω — καϊμακλής — δημιουργικά — βραχυχρόνιος — μεταβάλλομαι — βαφτιστικός — πνευμονολόγος — εγκαθήλωμα — κοτσανάτος — ανεμοφλογισμένος — καντάτα — μεταξουργείο — σταυροδρόμι — λευκο- — αναξιωσύνη — επιβράδυνση — τεταρτογενής — επειγόντως — σπλαχνικά — κοτόψειρα |
|||