βιοπορίζομαι

формы словаβ
βιοπορίζομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βιοπορίζομαι? —


απίδρομοςεπιμηκύνωαβάτευτοςσκεπτικόςεξυπνώξεδώνωμεταπηδώανικτερικόςσυμπίεσητυφοειδήςφιλολογωμνημοσύνηγουρουνόψαροεπανερχόμενοςπρωτεξαδέρφισσααυτοανακηρύσσομαιδακτυλίτιδαξεψυχώοκτάπλευροςΑμάλθειααχρεωστήτως




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit