|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βιοπορίζομαι? — — απίδρομος — επιμηκύνω — αβάτευτος — σκεπτικός — εξυπνώ — ξεδώνω — μεταπηδώ — ανικτερικός — συμπίεση — τυφοειδής — φιλολογω — μνημοσύνη — γουρουνόψαρο — επανερχόμενος — πρωτεξαδέρφισσα — αυτοανακηρύσσομαι — δακτυλίτιδα — ξεψυχώ — οκτάπλευρος — Αμάλθεια — αχρεωστήτως |
|||