|
η насморк; μ' έπιασε ~ — [phrase]я схватил насморк[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насморк? — συνάγχη как с (ново)греческого переводится слово συνάγχη? — насморк — βρόντος — γραμματοσήμανση — ποζάρω — σουρτορόλα — τυποποίηση — αναφυσητό — αρβύλη — βαρυστενάζω — τορπιλλίζω — εμβόλευση — σεργιανίζω — φαρμακοκινητικός — εξελεγκτικός — αερότοπος — μήτρα — ερμαφροδισία — ορθολογικός — γυμνητεία — κλειδωτός — αλαλιά — χταπόδι |
|||