|
το коврик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коврик? — ταπέτο как с (ново)греческого переводится слово ταπέτο? — коврик — μεταξοτυπία — επιφοίτηση — κολοφώνιο — δευτερογενής — άσκιος — παχύσαρκος — ορνιθοσκαλίσματα — περιμάζωμα — εκσπερμάτισμός — αρέσκω — ξεμαντάλωμα — γεννιέμαι — χαμόκλαδο — αποκρεύω — χρυσαύγεια — βαγκόν-λί — μολυσματικός — ρεοστάτης — απότριψη — άσαρκος — πεντηκοντάλεπτον |
|||