|
η 1) слуховое окно; 2) мор. иллюминатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слуховое окно? — αναφωτίδα как на (ново)греческом будет слово иллюминатор? — αναφωτίδα как с (ново)греческого переводится слово αναφωτίδα? — слуховое окно, иллюминатор — κολυμβητής — αβρεξιά — φατρία — γελοιογράφηση — ζενιθικός — λαγοπόδαρος — κλίβανος — κρεατόπιτα — επιχαλκώνω — αυτοσχεδιαστής — ταχυδρόμηση — πιτυχαίνω — περιποιητικά — διαρροϊκός — ανοπλώρισμα — γαργάλισμός — διεκπεραιώτρια — ξυρόν — βάρβαρος — σεισμόμετρο — ασημύ |
|||