|
το физ. амперметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амперметр? — ρευματόμετρον как с (ново)греческого переводится слово ρευματόμετρον? — амперметр — αφιονόσπορος — Αυστριακός — επισανίδωση — αγκυλώνω — περιωρισμένος — γαβαθιάρισσα — χαρισάμενη — ενιαία — ευθηνία — νοτιοδυτικώς — ταλανίζω — εισελαύνω — αυτοσχέδια — ρυμός — φιάσκο — γνώριμος — ρίζι — κιβωτιάκι — ελληνόγλωσσος — πολυλαλία — επιγενόμενοι |
|||