|
η : καθ' ολοκληρίαν — целиком и полностью; всецело #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολοκληρία? — — εξυδάτωση — ρολόγϊ — αντασπάζομαι — πιανίστα — λιπάζη — αυτοαπομόνωση — ψειρού — καλοκαιρινά — χασμουρητό — κουτσουλάω — πυξιδοθήκη — υπομονή — νυμφαία — μετείκασμα — πτηνοπωλείο — φωτοδιηθητήρας — τραχανολαχανόσουπα — παρεμβολή — Σλαύος — τεντώνω — πορνεύω |
|||