|
το лисёнок; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лисёнок? — αλεπουδάκι как с (ново)греческого переводится слово αλεπουδάκι? — лисёнок — κακούργημα — νεοελληνικά — πολυτιμότητα — ηλεκτροακουστικός — ξαναπαίρνω — κυνάγχη — τσιγάρο — ξεδιψω — τότενες — αναλογώ — ζωογόνος — στραβοπόδης — δεσποινιδούλα — σά — αναισθητοποιούμαι — εγκοιλαίνω — αθανασία — κακόμορφος — μαργαρίτα — γρόσι — εγκρασίχολος |
|||