|
ο мед. тенезм, потуги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенезм? — τεινεσμός как на (ново)греческом будет слово потуги? — τεινεσμός как с (ново)греческого переводится слово τεινεσμός? — тенезм, потуги — ανομοιομερής — Μαγιάπριλο — αποδόχος — τεζάρισμα — ποριστικός — αλατουργός — αναδουλιά — πλια — αδιάλλακτος — δωδεκάδελτος — ο — ωοπλαστία — γυναιτίκι — υπερχείλιση — αγονία — στυγνά — μηχανοστάσιο — δραματολογία — ομώνυμος — ζωολατρικός — λιανεύω |
|||