|
1) кольцеобразный; 2) тонкий, изящный; μέση ~α — тонкая, осиная талия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кольцеобразный? — δακτυλιδένιος как на (ново)греческом будет слово тонкий? — δακτυλιδένιος как на (ново)греческом будет слово изящный? — δακτυλιδένιος как с (ново)греческого переводится слово δακτυλιδένιος? — кольцеобразный, тонкий, изящный — ναζιστής — είθισται — προσοχή — πνευμονοπλευρίτιδα — συβαριτικός — αυτοθυσιάζομαι — χρεία — βραγχιοειδής — διαπόρθμευση — λιοπερίβολο — κεφαλαιοκρατικός — ακτινωτός — εικονογραφικός — κοχλίωση — απλόχερος — κανονιοβολισμός — περικεφαλαία — δυσεξίτηλος — ζώνομαι — αχυροστρωνή — θάβω |
|||