|
η боеспособность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боеспособность? — μαχιμότητα как с (ново)греческого переводится слово μαχιμότητα? — боеспособность — ρακοκάζανο — βρισίδι — ματαιόσχολος — ανάμελκτος — φραγμένα — παλιομπεκρής — φυσαρμόνικα — ράπισμα — ξεγίνομαι — καταφεύγω — παρατυγχάνω — βυρσοδέψης — πασχαλινός — ακροβατισμός — Σόλοι — βδέλυγμα — απρόσωπος — ξώφαρσα — τρολές — πολυμορφικός — σφυρί |
|||