Новогреческий словарь
μαχιμότητα
μαχιμότητα
η
боеспособность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боеспособность
? —
μαχιμότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαχιμότητα
? — боеспособность
#
(ново)греческий словарь
—
Ινδός
—
βενζινάδικο
—
δασμολόγιο
—
στάσιμο
—
ναύλωμα
—
ασύφταγος
—
καρούλα
—
πανάθλιος
—
φαρμακοσυλλέκτης
—
μερακλήδικος
—
αποσιωπώ
—
αδιάδοχος
—
λογγώνω
—
διαιρετέος
—
αμάζωχτος
—
σύναμα
—
γαλβανικός
—
ερέθισμα
—
αποστακτικός
—
αργαλεύω
—
ανεμουρίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве