|
терпящий рабство, рабски покорный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терпящий рабство? — εθελόδουλος как на (ново)греческом будет слово рабски покорный? — εθελόδουλος как с (ново)греческого переводится слово εθελόδουλος? — терпящий рабство, рабски покорный — ακόμιστος — αμαστίγωτος — διαμαστίγωση — λαμπερός — γιδοπέτσι — εκατονταετηρίδα — κρυφοπερπατώ — αναντάλλαχτος — γκαρσονιέρα — ονόκομβος — κυβερνήσιμος — μωρουδίστικος — ελαστικό — διαβλέπω — κερασύς — προσθετικός — ξεπουπούλιασμα — ηδονικός — δερματοπωλείο — τρυπώ — διαφράττω |
|||