|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δουλικά? — — καταριέμαι — στυλιάρι — μαυραγορήτισσα — ξυσμούρα — ιερεμιάδα — παινεύω — ποδόσφαιρο — δισμύριοι — φιληδονία — αζωγράφητος — ξαγριεύω — προσβλέπω — αλανιάζω — πατριωτισμός — κλιβανεύς — πόρδος — έμβρεγμα — σκαρτεύω — γνώση — σταθμόν — γαλακταγωγός |
|||