|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοικοκυρεμένα? — — αυτολεξεί — ανακλητός — κατώγειο — ξινόγαλο — οδοιπορικό — σπαθοειδής — παραμακραίνω — κλεμμένος — αξόφλητος — μορταντέλλα — διαιρέτης — τροχοπέδιλο — ευανάγνωστος — λογιάζομαι — μουντζουρωμένος — νωπός — πασσατέμπος — βαριαναστενάζω — μαρινάρισμα — ξυλοειδής — αναγορευμένος |
|||