Новогреческий словарь
ενωτικό
ενωτικό
το :
~ σημείο — грам. дефис, соединительная чёрточка; знак переноса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενωτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λιθοτεχνία
—
ομοφρονώ
—
χαμόδενδρο
—
μήνυμα
—
εξουδετέρωση
—
πλαγιοσπορά
—
φαρμακεύτρια
—
συνορισιά
—
δημοσιολογία
—
ρητίνη
—
κακοτεχνία
—
εναποθήκευσις
—
δογματολογία
—
μεσοπέλαγα
—
πυκνωτής
—
υποδειγματικός
—
αδίστακτος
—
ντορβάς
—
αμερίστως
—
δεκτικός
—
λάου-λάου
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,