|
το дубль (в разн. знач.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубль? — ντουμπλέ как с (ново)греческого переводится слово ντουμπλέ? — дубль — πενταροδεκάρες — χημικοθεραπεία — λιθογόμωση — σταδία — οπτασιάζομαι — τεμπελχανεύω — απολήγω — ευωχία — ασφαλιστικό — ευρετήριο — γερμένος — αντιφασιστικός — ψυχοπάθεια — μεριστικός — κυνικώς — απομυθοποιούμαι — καψουρεύομαι — βιβλιοπωλείον — ινδοευρωπαϊκός — ογκανίζω — άδικοθανατω |
|||