Новогреческий словарь
εκλαύσθην
εκλαύσθην
αόρ. от κλαίομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλαύσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φιόγκος
—
τριταίος
—
πυρογραφικός
—
ασχημάδι
—
σαλβάρι
—
υαλοποιία
—
αναπειστικός
—
Μανουσάκης
—
αχαλίνωτος
—
παράφραση
—
εργατικά
—
ημιδιώροφος
—
μονοκράτορας
—
θηρευτής
—
συνοικέσιο
—
διπλοψηφία
—
ασπάραγος
—
καταχώνιασμα
—
αναφωνητής
—
δουλευταρού
—
θρυμματίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω