|
(-ιδος) η мед. колит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колит? — κολίτιδα как с (ново)греческого переводится слово κολίτιδα? — колит — αναθεωρητικός — εβραίος — αριστεροχέρης — νοσφίζομαι — φωτοφόρον — τέχνασμα — ποσοτικός — αβασάνιστος — μαρκονιστής — ξεναγός — σχηματοποίηση — γλυκαχτίδα — παραξεκοντακιάζω — ξεστεριά — γελοίο — πνευματομάχοι — ειδοποιώ — κουσελιάρα — αλάφιασμα — προγονή — ραχατλού |
|||