|
η мед. маточное кровотечение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маточное кровотечение? — υστερορραγία как с (ново)греческого переводится слово υστερορραγία? — маточное кровотечение — χρόνια — συχνότης — στρέβλωση — αιτιολόγηση — στηλιτεύω — τουρμπίνα — ευτυχισμένος — γονεωνυμικά — δίτομος — μεγαλομανής — αργυροκάγκελλο — χειραντλία — συμφωνώ — γοφάρι — δισκόφρενο — μπούλμπερη — αμπούλλα — καλοξετάζω — τσούλι — μονομαχώ — σύμβλημα |
|||