Новогреческий словарь
αχρείαστος
αχρείαστ|ος
1)
негодный
;
2)
нежелательный
;
~ο νά 'ναι τό γιατρικό! — [phrase]избави меня бог от лекарства![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
негодный
? —
αχρείαστος
как на
(ново)греческом
будет слово
нежелательный
? —
αχρείαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αχρείαστος
? — негодный, нежелательный
#
(ново)греческий словарь
—
γλωσσοκοπανάω
—
υφασμάτινος
—
αποτινάζω
—
ανθοσκεπής
—
γλύκισμα
—
αυγουλομάτης
—
γλάκιο
—
γελοιογραφίκός
—
παντζάρι
—
μεγαλούργημα
—
αρχειονομία
—
οικοδομώ
—
σίζων
—
άνθραξ
—
σίκ
—
χάρβαλο
—
αφαγία
—
βιολοντσέλλο
—
γενναιότητα
—
μουντός
—
κατάφυτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω