|
1) негодный; 2) нежелательный; ~ο νά 'ναι τό γιατρικό! — [phrase]избави меня бог от лекарства![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово негодный? — αχρείαστος как на (ново)греческом будет слово нежелательный? — αχρείαστος как с (ново)греческого переводится слово αχρείαστος? — негодный, нежелательный — εξαθλιώνω — κονφεττί — σπολάζω — αίτημα — στρωματάδικο — κρεμανταλού — δακτυλιώτης — γουρουνόμαλλο — ανεπικοινώνητος — ημεραργία — χελογίβαρο — πραματευτάδικο — γάλα — χτικιό — λαουτζίκος — πίκραμα — ζυμώτρια — παλαμάρι — εν — μεταλλουργικός — ραθυμία |
|||