Αμάλθεια

формы словаβ
Αμάλθεια
миф. :
          τό κέρας τής ~είας — рог изобилия



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово Αμάλθεια? —


φοίνικαςκαμακώνωπορνογραφώπροχρονολογώπαλαιοελλαδίτισσατηγάνισμαψευδοκράτοςαργυρολόγοςκασσιτέρινοςπουκαμισάκισκαμνάκιυφίσταμαιφλόκκιασμαχρωματιστήςχαϊβάνιαποζητώδουλοσύνηπρογάστωρεκτόπισμαπηλώδηςεντολοδόχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit