|
миф. : τό κέρας τής ~είας — рог изобилия #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Αμάλθεια? — — φοίνικας — καμακώνω — πορνογραφώ — προχρονολογώ — παλαιοελλαδίτισσα — τηγάνισμα — ψευδοκράτος — αργυρολόγος — κασσιτέρινος — πουκαμισάκι — σκαμνάκι — υφίσταμαι — φλόκκιασμα — χρωματιστής — χαϊβάνι — αποζητώ — δουλοσύνη — προγάστωρ — εκτόπισμα — πηλώδης — εντολοδόχος |
|||