|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τριχωτό? — — κουβαλητής — κλύδων — χρυσοποιία — βαθιονόητος — πτύσσω — δουλοκτησία — καραμπίνα — μύρτιλο — χλίανση — ατομοκίνητος — διάπριστος — κοντάριον — πασπαλώνω — κουνιστός — βιβλιογνώστης — εσσάνς — ξαμώνω — τεχνολογώ — ασβεστόγουρνα — μισακάρισσα — πόρτα |
|||