|
ο китобой (человек) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово китобой? — φαλαινοθήρας как с (ново)греческого переводится слово φαλαινοθήρας? — китобой — γαϊδούρης — συμμιγνύω — αργόμισθος — παλιρροιόμετρο — αξάης — ζαβλακομάρα — αναδυόμενος — ψυχοβλαβής — απομνήσκω — γεωβιούντα — χρηματολαγνεία — ηλεκτρογόνος — αλογάριαστα — αλατοποιήσιμος — ανεφάντης — κοπρίτης — γόνδολα — κατακόμβη — γλυκομίλημα — μαραζιάζω — παραληρηματικώς |
|||