|
тёсаный, обтёсанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тёсаный? — πελεκητός как на (ново)греческом будет слово обтёсанный? — πελεκητός как с (ново)греческого переводится слово πελεκητός? — тёсаный, обтёсанный — ανισοϋψής — καταρροϊκός — αλλοιώτικος — βουζιά — διακόφτα — ξηλώνω — ενδογενής — γουρουνιά — καπνοπώλισσα — ανακαίνιση — ανοδικώς — σαποονόφουσκα — χαρτοκλέφτρα — διμετρικός — τεχνίτης — τζαμπατζίδικος — ζωοειδής — τοξικομανής — υδατομιγής — κολυμβητής — επιψευδαργύρωση |
|||