|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θανατοφοβία? — — κατάπηγμα — λινόσπορος — αντικατόπτρισμα — θρηνωδώ — απόχηρα — ξεροσφύρι — επέλευση — ιεραρχικός — ατίμωση — πλάτος — γάζα — μαλιά — επιγράφω — ρινίδι — τσερβέλο — δεκαπεντάωρος — γαλακτόρροια — αξιοσύστατος — υγιεινολόγος — γαλατιανός — κλιμάκωση |
|||