|
пригодный; удобный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пригодный? — χρηστικός как на (ново)греческом будет слово удобный? — χρηστικός как с (ново)греческого переводится слово χρηστικός? — пригодный, удобный — αταπείνωτος — ισοζύγιο — κιρίσια — σιτεύω — γεφυροποιία — ασυστόλως — ψαρομάλλα — πανδούρα — καταγοητεύω — ανύχι — αφίπταμαι — αποδεκτός — βαρβατεύω — αβροδίαιτος — παραμαγούλα — συνίζηση — αδιακόρευτος — μισθοδοτούμαι — μεταφυτεύω — όπιο — αρρώστια |
|||