|
(-ητος) η морщинистость, сморщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщинистость? — ρικνότης как на (ново)греческом будет слово сморщенность? — ρικνότης как с (ново)греческого переводится слово ρικνότης? — морщинистость, сморщенность — ημίωρος — μετεωρολογώ — ευκολομάθητος — ξυπάζομαι — κατουρλίλα — επισκοπεία — κακοπάθηση — σερέτισσα — τριήραρχος — γρούπος — αναστομώνω — παπουτσοθήκη — ελαιοδάκρυον — τραγόδερμα — ευθυβολία — κιούρτος — καπρίτσιο — εντολοδόχος — εξελικτικός — λαμπαδηφορώ — συνοίκηση |
|||