Новогреческий словарь
μήνιγξ
μήνιγξ
η анат. 1)
мозговая оболочка
;
2)
виски
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мозговая оболочка
? —
μήνιγξ
как на
(ново)греческом
будет слово
виски
? —
μήνιγξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήνιγξ
? — мозговая оболочка, виски
#
(ново)греческий словарь
—
ακαματωσύνη
—
μουστερής
—
ακαριαία
—
φούντο
—
ξετσιπώνομαι
—
διακοπτικός
—
ανάσπαση
—
ρέλιασμα
—
διαβολάκι
—
εριννύς
—
εντομοφθόρος
—
τροφός
—
ανύστακτος
—
αγαθοεργία
—
αόριστος
—
ολιγοκύτταρος
—
ριντώ
—
πλάνταγμα
—
στρατιώτης
—
καμπυλωτός
—
σιτοκαλλιεργητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω