|
высеченный из мрамора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высеченный из мрамора? — μαρμαροπελεκητός как с (ново)греческого переводится слово μαρμαροπελεκητός? — высеченный из мрамора — αιώνας — εορτάζω — σμυριδωρυχείο — άρθηκας — παρωνυχίδα — ξανθαίνω — απλάνευτος — σάλος — υποκλοπή — πλωτήρας — γαλατομπούρεκο — λυσσιάζω — Μαυροβουνιώτης — αλωνιστικός — υψίπεδο — ελκούμαι — κοινωνικοποιούμαι — παλληκαρισμός — κοινότοπος — χάρακας — κουβαρομαζεύομαι |
|||