|
финансировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финансировать? — χρηματοδοτώ как с (ново)греческого переводится слово χρηματοδοτώ? — финансировать — ανακατάταξη — απανωστοιβάζω — εκτείνω — αναβαπτίζομαι — σακχαρομύκης — προλέγω — σιτευτός — αγριέλι — αναφλογέας — αποποινικοποιούμαι — κουφόβραση — παρθεναγωγείο — χρυσομάλλούσα — αγκαθός — λιγδιά — εύηχος — ερειδε — συνεδρίαση — ατμοδύναμη — εξωσχολικός — επισταμένως |
|||