Новогреческий словарь
ροδιακός
ροδιακός
родосский, с Родоса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
родосский
? —
ροδιακός
как на
(ново)греческом
будет слово
с Родоса
? —
ροδιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ροδιακός
? — родосский, с Родоса
#
(ново)греческий словарь
—
αβιομηχάνιστος
—
λαρυγγίτιδα
—
καταπρόδωση
—
δραματουργός
—
μπουντρούμι
—
αρκουδίζω
—
σμυριδωρύχος
—
κατσικίσιος
—
επιχαλκώνω
—
ακλόνητος
—
αναδρομικά
—
επερώτηση
—
γερακιανός
—
κουρταλώ
—
ορθολογιστής
—
διστοιχία
—
ιστοριογραφία
—
άσκιαχτος
—
μπούκωμα
—
βάθη
—
εικονολατρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,