|
совершенно ясный, очевидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершенно ясный? — ολοφάνερος как на (ново)греческом будет слово очевидный? — ολοφάνερος как с (ново)греческого переводится слово ολοφάνερος? — совершенно ясный, очевидный — παρατηρητής — κατοικοδημότις — συμπίλημα — τραβέλι — ριπίδιον — ανάκειμαι — λυγερός — εθιμοτυπικός — τίκ — κατάκλιτο — βδελύσσομαι — κομμό — ξεστήρας — αντιδηλώνω — επωνυμία — προάστειο — καλοβαλμένος — πρεζάκι — μηχανικός — συνεργασία — οργανομεταλλικός |
|||