|
η прям., перен. увенчивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увенчивание? — επίστεψη как с (ново)греческого переводится слово επίστεψη? — увенчивание — πατρογονικά — επιθεωρώ — αντηρίς — ρυθμίζω — κοκαλιάζω — κερδισμένος — επαυχένιος — φορτωτής — κεφαλάκι — μαγνητίζω — καινοτομία — ακουμπίζω — κακοκαρδισμένος — πυελοστομία — θεωρούμαι — ενωματάρχης — απρομήθευτα — οδούς — νεκρόδειπνο — καταστάμενος — λωβιάζω |
|||