|
αόρ. от εξανίσταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξανέστην? — — φωτερός — διαβατός — προσκλίνω — ωραιοποιώ — αβάσκαντος — μαυροδάφνη — πελεκητής — κηπευτής — προφανώς — ζερβά — πρασινοκίτρινος — πολυποσία — έμμηνος — χοάνη — αγριοσινάπι — ορμή — μελικοκκιά — δεντροφίδα — σκουριάζω — καψικόν — αερολογώ |
|||