|
ο «проскоп», (бой)скаут [x:trans]проскоп, скаут, бойскаут[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проскоп? — πρόσκοπος как на (ново)греческом будет слово скаут? — πρόσκοπος как на (ново)греческом будет слово бойскаут? — πρόσκοπος как с (ново)греческого переводится слово πρόσκοπος? — проскоп, скаут, бойскаут — ελατοφόρος — ασφαλτούχος — οργανογραφία — οξικός — ακοχλίωτος — πετρένιος — συσταλτικός — τρεμουλιάρης — εκδρομέας — αναψυχώνω — αριάδα — τεμαχίζω — μασκαρένιος — βαφτιστικός — διαστροφέας — ανάσασμα — ξελιγδιάζω — νοικοκυρόπαιδο — φρυγανώδης — αγρίλλιαγος — ξεσαβουρώνω |
|||