|
το бифштекс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бифштекс? — μπιφτέκι как с (ново)греческого переводится слово μπιφτέκι? — бифштекс — μελισσόχορτο — γυρευτής — διορίζω — αργατινό — διαμετακομιστικός — προάγω — διαγνωστικό — λύγος — επίρρευμα — δυσδιοίκητος — αμπέρ — αδιάλυτα — υμνολόγος — σκηνίτις — μετανοώ — μασσέζ — αρφάδι — αναλφαβητισμός — ενδέκατο — αδιαβροχοποίηση — παραλυμένος |
|||