|
с трудом изменяемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом изменяемый? — δυσμετάρλητος как с (ново)греческого переводится слово δυσμετάρλητος? — с трудом изменяемый — Αρναούτης — παροπλισμός — συγκρατιέμαι — φαρσί — ενατενίζω — προσωπικό — μαρκήσα — γυαλωσύνη — πετροβολώ — ξεμαγεύω — προβλέπομαι — παραχαϊδεμένος — οξαλίδι — παραφυλάω — αξιοπρεπής — ταμιακός — συσσιτώ — σαυρίδα — κωδωνοκρούστης — σπαθοειδής — τοιχογραφία |
|||