Новогреческий словарь
βραχύπους
βραχύπους
(-ποδός) ο, η
коротконожка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коротконожка
? —
βραχύπους
как с
(ново)греческого
переводится слово
βραχύπους
? — коротконожка
#
(ново)греческий словарь
—
δημιουργικότητα
—
αχρειόστομος
—
φυματιολογικός
—
επεξηγηματικός
—
αυταρχικότης
—
ξενοδουλεύτρα
—
εμφύσημα
—
ελευθερώσιμος
—
επιβάτης
—
πλακατζής
—
παμψηφία
—
επιπόλαιος
—
γυμνόσπερμος
—
μερακλήδικος
—
αρχικλέφτρα
—
αντίζηλος
—
τετράχορος
—
δαδοκοπώ
—
διακηρύσσω
—
εδεσματοθήκη
—
άσκημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,