|
быстроходный (о судне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстроходный? — ταχύπλους как с (ново)греческого переводится слово ταχύπλους? — быстроходный — χρυσολάμπω — αιματογενής — εμμάρτυρος — αναγόμωση — σμπάρος — εβραϊκή — γιδομονόπατο — μέλωμα — αμπολή — ώχρα — τραυματιοφορεας — ανταπεργώ — διαπνέομαι — βουρκότοπος — πιστολιά — σεβαστικός — μπακίρα — πτυχώνω — κρεατομηχανή — πελέκηση — κατασχέτω |
|||