|
το страсть (к чему-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страсть? — θεριακλίκι как с (ново)греческого переводится слово θεριακλίκι? — страсть — ιδρωτήριο — πανώγραμμα — βάϊα — πετιέμαι — βράχια — παρακουράζομαι — εικοσιμιά — σφενδόνιση — παραπλάνηση — μεσάρι — υμνολογώ — τζάντζαλο — ορθοστασία — κιονόκρανο — κληρωτός — ναυαγοσωστικό — επανεξαγωγή — Κρασομηνάς — ενναετ- — ανακαμπτικός — πλύνω |
|||