|
растрёпанный, непричёсанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растрёпанный? — λυσίκομος как на (ново)греческом будет слово непричёсанный? — λυσίκομος как с (ново)греческого переводится слово λυσίκομος? — растрёпанный, непричёсанный — ντάμα — απροσπέλαστος — φωτομικρογραφία — σεμνότυφος — γονιά — οινοσκόπιο — παράβγαλμα — φακελοποιός — υδατοστεγώς — στυφίζω — συνταγματαρχίνα — ξεγδέρνω — νταλικατζής — ερυθροκύτταρο — καολίνη — εγχειρήσιμος — αυτοτραυματισμός — επαναπατρισμός — προσωποποιώ — επώδυνος — πολύδωρος |
|||