|
обвинительный, обвиняющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обвинительный? — ενοχοποιητικός как на (ново)греческом будет слово обвиняющий? — ενοχοποιητικός как с (ново)греческого переводится слово ενοχοποιητικός? — обвинительный, обвиняющий — υπείκω — βόλος — αφηγκράζομαι — πολυώροφος — εννεακόσιοι — αζέσταγος — ευκαριωτικά — υποσιτισμός — φίλυπνος — ορθολογικά — οροδότηση — συρματοποιώ — χελιδονόψαρο — δυσαρεστούμαι — καρδιοτοκογράφημα — καταπονω — μαλακτικό — σώτειρα — αξιόποινος — γκολφ — λεπταίνω |
|||