|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επαρμένος? — — αναδρομικότητα — μαϊμουδίστικα — κλαρίτης — συνταρακτικός — βώτζος — αποσπερνός — συντασσόμενος — κατακόκκινος — νυστάζω — νέασις — ροδέλαιο — σχοινί — νόημα — χρονιάρικος — ανταρκτικός — μυδοκαλλιεργητής — μεθοδιστής — ανίερα — γυαλοκόπημα — ήδη — εδωκάτω |
|||