εγώ

формы словаβ
εγώ
(εμού, μού-εμοί, μοί-εμέ, μέ-έμενα) αντων. я;
          ~ ο ίδιος — я сам;

===
          τί μού κάνεις; — [phrase]как поживаешь?[/phrase];
          έμενα (μού) τό λές αυτό; — [phrase]и это ты мне говоришь?[/phrase];
          κατ' εμέ — по-моему;
          τό ~ — (собственное) я, собственная личность;???
          τόν απασχολεί τό ~ του καί μόνον — [phrase]его занимает только его собственное я[/phrase];
          σού έχει ένα ~! — [phrase]он такой эгоист![/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово я? — εγώ
как с (ново)греческого переводится слово εγώ? — я


στεριανόςσυνυπόσχομαικριτήριοεπανεύρεσιςαρχιναύκληροςαναψυκτήριοπρωτάθλημαπάνοπλοςσκανδαλιάκλεφτοκοττάςαραχνούφήςυδροδυναμικήγνωμίζωμεσοκαιρίτισσααδυσκόλευτοςαχυροστέγηφασιστόμουτροέλκυστροννηματοβαρίδιοπανάθλιοςπτεροσχιδής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit