|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τεταρτιάτικος? — — ρεκλαμαδόρα — ένουρος — δόκιμα — ρουφάω — κακουργηματικός — μεντούρι — ξοδιαστής — τετραετής — γριά — αφρονημάτιστος — καθεστωτικός — πωλητής — μετεωροσκοπείο — ορνιθοκλόπος — αναγνωστήρι — απονοικοκερά — θειαφοκίτρινος — πεντακοσιοστό — γυναικίας — σχάση — πλουσιοκόριτσο |
|||